- περιπλέοντας
- περιπλέωsailpres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)περιπλέωsailpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερκάμπτω — Ν περιπλέοντας παρακάμπτω («υπερκάμπτω το Ταίναρο προς την Καλαμάτα») … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Σπέε, Μαξιμίλιαν φον- — (Spee). Γερμανός ναύαρχος (Κοπεγχάγη 1861 νησιά Φόκλαντ 1914). Κατατάχτηκε στο ναυτικό το 1878 και γρήγορα αναδείχτηκε ικανός αξιωματικός. Το 1912 ήταν αρχηγός μοίρας του στόλου της Άπω Ανατολής στο Σιγκτάο της Κίνας. Με την έναρξη του A’… … Dictionary of Greek